- αυτοάπειρος
- αὐτοάπειρος -ον (Α)άπειρος καθ' εαυτόν, ο πραγματικά άπειρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοάπειρον — αὐτοάπειρος infinite in itself masc/fem acc sg αὐτοάπειρος infinite in itself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek